Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
τεκνογονώ — έω, ΜΑ [τεκνογόνος] γεννώ, αποκτώ παιδιά … Dictionary of Greek
τεκνογόνῳ — τεκνόγονος bearing children masc/fem/neut dat sg τεκνογόνος masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)